Νέες εξελίξεις στη διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου του θυρεοειδή. Εξατομικευμένη προσέγγιση.
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι υπάρχει αύξηση στα κρούσματα καρκίνου του θυρεοειδή αδένα. Τα περισσότερα απ’ αυτά αφορούν σε μικρούς καρκίνους του θυρεοειδή με εξαιρετική πρόγνωση και δυσανάλογα υψηλό φορτίου άγχους για τους ασθενείς.
Γράφει ο
Δημήτρης Μωραΐτης, MD, FRCS, FACS
Χειρουργός, Συνεργάτης ΥΓΕΙΑ
Μάλιστα συνήθως όσο μικρότερο το καρκίνωμα τόσο δυσανάλογα μεγαλύτερο είναι το άγχος του ασθενή και της οικογένειας του. Υπάρχει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατανόηση της νόσου και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ασθενών αυτών.
Πού οφείλεται αυτή η αύξηση της νόσου?
Η ραγδαία βελτίωση της τεχνολογίας και η εύκολη πρόσβαση σε αυτή ίσως είναι η κύρια αιτία αυτής της αύξησης. Οι ακτινολόγοι με τα σύγχρονα μηχανήματα των διαγνωστικών υπερήχων ανακαλύπτουν όζους που πριν από κάποια χρόνια δε θα γνωρίζαμε ότι υπάρχουν. Τα μηχανήματα αυτά έχουν μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια, μπορούν να μετρήσουν την αιματική ροή στον όζο, τη σκληρότητά του και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες που βοηθούν στη διάγνωση.
Μόλις διαγνωστεί ένας ύποπτος όζος του θυρεοειδή αδένα ξεκινά το κυνήγι του θησαυρού. Κυτταρολόγος και βιοψία με λεπτή βελόνα είναι το πρώτο βήμα για τη διερεύνηση της νόσου. Η επόμενη απόφαση είναι εύκολη εάν πρόκειται για έναν ξεκάθαρα καλοήθη ή κακοήθη όζο.
Τι γίνεται όμως εάν αντιμετωπίζουμε κάτι ενδιάμεσο που δε μπορεί να χαρακτηριστεί απόλυτα?
Συνήθως, η λύση είναι παρακολούθηση ή χειρουργείο. Τα τελευταία χρόνια στη διαγνωστική φαρέτρα μας έχει προστεθεί η μοριακή ταυτοποίηση του όζου. Τα τεστ αυτά ανιχνεύουν την έκφραση γονιδίων ή την παρουσία άλλων γονιδιακών μεταλλάξεων και δημιουργούν ένα μοριακό προφίλ του όζου. Αν και τα τεστ αυτά δεν είναι ακόμη διαδεδομένα στη χώρα μας, μάλλον λόγω κυρίως του υψηλού κόστους τους, μπορούν με αρκετή ακρίβεια να προσδιορίσουν εάν ένας ακαθόριστος όζος κρύβει κακοήθεια.
Εκτός από την πρόοδο στο διαγνωστικό κομμάτι της νόσου υπάρχουν εξελίξεις και στη θεραπευτική προσέγγιση της νόσου. Η εξέλιξη της αναισθησιολογίας και των χειρουργικών τεχνικών επιτρέπουν συνήθως την εύκολη και χωρίς ιδιαίτερες επιπλοκές εξαίρεση των νεοπλασιών αυτών.
Θεραπεία
Η θεραπεία πλέον εξατομικεύεται και γίνεται πιο φιλική προς τον ασθενή αξιολογώντας την επιθετικότητα της νόσου και το ρίσκο για υποτροπή. Δεν είναι μόνο η ολική θυρεοειδεκτομή η λύση για όλους τους ασθενείς. Εδώ να συμπληρώσω πως η θεραπεία μπορεί να ποικίλει από παρακολούθηση κάποιων αθώων μικροκαρκινωμάτων, λοβεκτομή και φυσικά ολική θυρεοειδεκτομή.
Πλέον η λοβεκτομή συμπεριλαμβάνεται στις κατευθυντήριες οδηγίες της αμερικανικής θυρεοειδολογικής εταιρείας και έχει ένδειξη και για μεγαλύτερα καρκινώματα.
Όλες οι λύσεις αυτές έχουν τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά τους που πρέπει να αξιολογούνται με τον ασθενή και τον ενδοκρινολόγο του. Η ρομποτική τεχνολογία τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο δε φαίνεται να συγκεντρώνει πλέον τον ενθουσιασμό που έχει στην Ασία και εκτός από ελάχιστα πολύ συγκεκριμένα κέντρα δεν έχει διαδοθεί η τεχνική αυτή. Οι λόγοι είναι πολλοί και σε συντομία θα έλεγα ότι είναι κυρίως ανατομικοί, επιπλέον ρίσκο για τραύμα και σε άλλες δομές εκτός από το λαρυγγικό νεύρο και τους παραθυρεοειδείς αδένες και φυσικά αυξημένο κόστος, χωρίς κανένα επιπλέον σημαντικό όφελος για τον ασθενή.
Επιπλέον, οι ενδείξεις για μετεγχειρητική χρήση ραδιενεργού ιωδίου φαίνεται ότι γίνονται πιο συγκεκριμένες και περιορίζονται αρκετά. Το δόγμα έχεις καρκίνο του θυρεοειδή θα πάρεις ιώδιο έχει πάψει να ισχύει εδώ και πολλά χρόνια. Η χρήση ραδιενεργού ιωδίου εξατομικεύεται καθώς για πολλά καρκινώματα δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο όφελος ενώ μπορεί να έχει σπάνιες αλλά σημαντικές παρενέργειες. Η χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου με τη χρήση του τεχνητής θυρεοσφαιρίνης έχει γίνει πιο εύκολη και πιο ανεκτή από τους ασθενείς. Οι ενδείξεις χορήγησης τεχνητής θυρεοτροπίνης φαίνεται ότι επεκτείνονται και σε ευρύτερες ομάδες ασθενών.
Παράλληλα, συνεχώς εμφανίζονται νέα φάρμακα για την πιο αποτελεσματική καταπολέμηση των σπάνιων πιο ανθεκτικών καρκινωμάτων του θυρεοειδή. Από το εργαστήριο έχουμε νέα δεδομένα σε μοριακό επίπεδο που μας βοηθούν να σχεδιάζουμε «έξυπνα» φάρμακα για τους πιο δύσκολους καρκίνους.
Συμπερασματικά η θεραπεία της νόσου δε θα πρέπει να είναι χειρότερη από την ίδια τη νόσο. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι έχουμε προσπαθήσει και καταφέρει να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής των ασθενών μας σε σημαντικό βαθμό.
Ο ίδιος ο ασθενής θα πρέπει επίσης να ερευνήσει και να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα για τη νόσο, ώστε να μπορέσει να κάνει τις καλύτερες δυνατές επιλογές.
Αύγουστος, 2017