Γυναικεία αναπαραγωγική χειρουργική: Πού και πότε ενδείκνυται
Τα προβλήματα της γυναικείας γονιμότητας είναι μια μεγάλη πρόκληση για τη σύγχρονη ιατρική, στα οποία καλείται να δώσει λύσεις και με την αναπαραγωγική χειρουργική. Ποια είναι τα νεότερα δεδομένα, όμως, στον τομέα αυτό και με τι αποτελέσματα;
Γράφει ο
Βασίλειος Καπετανάκης
Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Διευθυντής Ενδοσκοπικής Χειρουργικής Γυναικείας Αναπαραγωγής ΥΓΕΙΑ
Ο σύγχρονος ρόλος της αναπαραγωγικής χειρουργικής έχει αλλάξει εξαιτίας των βελτιωμένων δυνατοτήτων ενδοσκοπικής χειρουργικής που προκύπτουν από την καινοτομία, τη βελτίωση των εργαλείων και τη βελτίωση της γνώσης εφαρμογής αυτών των τεχνολογιών. Η ενδοσκοπική χειρουργική σε πεπειραμένα χέρια αποτελεί επαναστατική μέθοδο, καθώς οι ασθενείς εξέρχονται από το νοσοκομείο την ίδια ή την επόμενη μέρα και ταυτόχρονα μειώνεται η απώλεια αίματος, ο κίνδυνος λοίμωξης, ο μετεγχειρητικός πόνος, έχοντας μέγιστη αποτελεσματικότητα με το καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα.
Οι ενδοσκοπικές επεμβάσεις περιλαμβάνουν την υστεροσκόπηση, τη λαπαροσκόπηση και, πιο πρόσφατα, τη ρομποτική χειρουργική.
Η αναπαραγωγική χειρουργική σε συνδυασμό με τα γνωστά πλεονεκτήματα της ενδοσκοπικής χειρουργικής αποτελεί σημαντικό μέρος στη θεραπεία της γυναικείας υπογονιμότητας, είτε επιτυγχάνοντας αποκατάσταση της γονιμότητας, καθιστώντας δυνατή την ικανότητα αυτόματης σύλληψης, είτε αυξάνοντας σημαντικά τα ποσοστά επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης στις περιπτώσεις στις οποίες ενδείκνυται.
Επίσης, έχει μεγάλο ρόλο και για τη μελλοντική διασφάλιση της γονιμότητας σε γυναίκες που χρήζουν γυναικολογικής επέμβασης, αλλά δεν επιθυμούν στην παρούσα φάση να τεκνοποιήσουν.
Η αντιμετώπιση της υπογονιμότητας
Η επιτυχής αντιμετώπιση της υπογονιμότητας εξαρτάται από την ακριβή διάγνωση των αιτίων. Μεγάλο ποσοστό των ζευγαριών, έπειτα από σωστή διάγνωση και θεραπεία χειρουργικής αποκατάστασης, θα μπορέσουν να τεκνοποιήσουν χωρίς να υποβληθούν σε ορμονική θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η πιο συχνή αιτία γυναικείας υπογονιμότητας είναι η βλάβη των σαλπίγγων, είτε από προηγηθείσες χειρουργικές επεμβάσεις είτε από ενδομητρίωση είτε από φλεγμονή.
Η αποκατάσταση της βλάβης γίνεται με τη μικροχειρουργική λαπαροσκόπηση ή, πιο πρόσφατα, με τη ρομποτική χειρουργική. Τα ποσοστά επιτυχίας κυμαίνονται από 10% ως 90%, ανάλογα με τη βαρύτητα της βλάβης και την εξειδίκευση του χειρουργού. Σε περίπτωση επιτυχίας η γυναίκα θα μένει έγκυος φυσιολογικά, χωρίς να χρειαστεί περαιτέρω θεραπεία.
Ακόμα και σε περιπτώσεις προχωρημένης βλάβης σαλπίγγων (υδροσάλπιγγα), πάλι θα πρέπει η γυναίκα να προβεί σε λαπαροσκόπηση ώστε να γίνει η αφαίρεση της ελαττωματικής σάλπιγγας. Έγκυρες μελέτες έχουν δείξει ότι η ύπαρξη υδροσάλπιγγας μειώνει την πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης ακόμα κι αν το ζευγάρι επιλέξει την εξωσωματική γονιμοποίηση.
Η ενδομητρίωση είναι επίσης συχνή αιτία υπογονιμότητας. Ανευρίσκεται περίπου στο 50% των υπογόνιμων γυναικών και η τελική διάγνωση γίνεται λαπαροσκοπικά. Πρόκειται για νόσο στην οποία ο ιστός του ενδομητρίου (βλεννογόνος που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας) αναπτύσσεται σε περιοχές και όργανα που είναι εκτός της μήτρας, όπως το περιτόναιο, οι ωοθήκες, οι σάλπιγγες και σπανιότερα άλλα όργανα. Μπορεί να προκαλέσει κοιλιακό άλγος κυρίως κατά τη διάρκεια της περιόδου, κύστες ωοθηκών, πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή και υπογονιμότητα.
Σκοπός των χειρουργικών επεμβάσεων είναι αρχικά η διάγνωση και στη συνέχεια η αποκατάσταση της ανατομίας των έσω γεννητικών οργάνων, η αφαίρεση κύστεων, η λύση συμφύσεων και ακόμα η διάνοιξη των σαλπίγγων.
Ανωμαλίες του ενδομητρίου, όπως πολύποδες, ινομυώματα, συμφύσεις ενδομητρίου, συγγενείς ανωμαλίες της μήτρας είναι συχνά αίτια υπογονιμότητας και μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε αποβολές. Η θεραπεία γίνεται με την χειρουργική υστεροσκόπηση μέσω του τραχήλου της μήτρας, χωρίς τομές.
Τα ινομυώματα μήτρας είναι καλοήθεις όγκοι. Η θέση και το μέγεθος των ινομυωμάτων μπορούν να επηρεάσουν τη δυνατότητα επίτευξης εγκυμοσύνης. Τα ινομυώματα ενοχοποιούνται επίσης για την πρόκληση αποβολών σε μερικές γυναίκες καθώς και για πρόωρους τοκετούς. Ανάλογα με τη θέση, τον αριθμό και το μέγεθός τους η ενδεδειγμένη θεραπεία μπορεί να είναι είτε συντηρητική είτε χειρουργική (ρομποτικά, λαπαροσκοπικά ή υστεροσκοπικά).
Η αναπαραγωγική χειρουργική είναι συχνά η καλύτερη επιλογή θεραπείας για καταστάσεις που εμποδίζουν τη γονιμότητα, αλλά και ως συμπλήρωμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης, βελτιώνοντας τα ποσοστά επιτυχίας.
Η μελλοντική διασφάλιση της γονιμότητας
Καθώς οι γυναίκες αναβάλλουν τη μητρότητα, η διατήρηση της γονιμότητας αποτελεί συχνή μέριμνα του γυναικολόγου χειρουργού. Μια μη ενδεδειγμένη χειρουργική επέμβαση σε νεαρή ηλικία μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά τόσο στον αριθμό των ωαρίων όσο και στην επούλωση της μήτρας.
Επίσης, η θεραπεία για την αντιμετώπιση των γυναικολογικών καρκίνων έχει αλλάξει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες σε συνδυασμό με την πρόοδο της ενδοσκοπικής χειρουργικής. Οι ασθενείς που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία έχουν όχι μόνο να αντιμετωπίσουν μια δυσάρεστη διάγνωση καρκίνου, αλλά βρίσκονται αντιμέτωπες και στο ενδεχόμενο να παραμείνουν άτεκνοι ως αποτέλεσμα της ασθένειας ή της θεραπείας της.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η συντηρητική χειρουργική προσέγγιση είναι μια επιλογή εφόσον πληρούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις (ιστολογικός τύπος, στάδιο κ.ά.)
Εφόσον επείγει η θεραπεία, άλλες επιλογές για τη διατήρηση της γονιμότητας περιλαμβάνουν την κρυοσυντήρηση εμβρύων, ωαρίων ή ωοθηκικού ιστού.
Συμπερασματικά, ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση, η πρόκληση για τον ειδικό αναπαραγωγής είναι να γνωρίζει και να χρησιμοποιεί την αναπαραγωγική χειρουργική κατάλληλα και αποτελεσματικά, ώστε να παρέχει την καλύτερη επιλογή για τη διασφάλιση της γονιμότητας.
Ιούνιος 2019