Αναιμία: αιτίες, συμπτώματα & αντιμετώπιση
Γράφει η
Ευφημία Βρακίδου
Αιματολόγος
Διευθύντρια Ιατρικής Υπηρεσίας ΥΓΕΙΑ
Αναιμία είναι μια ‘’παθολογική κατάσταση’’ κατά την οποία υπάρχει μείωση στην αναλογία των ερυθρών αιμοσφαιρίων που κυκλοφορούν στον οργανισμό μας. Αναγνωρίζεται κυρίως με τον εργαστηριακό έλεγχο και τον προσδιορισμό με την γενική αίματος των δεικτών, όπως είναι ο αιματοκρίτης, η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης και ο αριθμός των ερυθρών ανά κυβικό εκατοστό αίματος.
Αυτή καθ΄ αυτή η αναιμία δεν αποτελεί νόσο, αλλά είναι αποτέλεσμα υποκειμένων καταστάσεων ή ασθενειών, η εύρεση των οποίων θα βοηθήσει στον καθορισμό του τύπου της αναιμίας. Το εάν ένας ασθενής είναι συμπτωματικός ή όχι, εξαρτάται από την αιτιολογία της αναιμίας, την οξεία ή όχι εμφάνιση της, ή την παρουσία άλλων σοβαρών συνοσηροτήτων. Οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζουν συμπτώματα σχετιζόμενα με την αναιμία, όταν η αιμοσφαιρίνη τους είναι <7,0g/dL.
Επιδημιολογικά η αναιμία είναι μια εξαιρετικά συχνή κατάσταση, η οποία επηρεάζει το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού. Η συχνότητα αυξάνεται με την ηλικία, είναι πιο συχνή στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, στις έγκυες και τους ηλικιωμένους. Άλλες επιρρεπείς ομάδες είναι οι αλκοολικοί και οι άστεγοι.
Η παθοφυσιολογία της αναιμίας ποικίλει και εξαρτάται κυρίως από την πρωταρχική αιτία που την προκάλεσε.
Κύριοι μηχανισμοί πρόκλησης αναιμίας μπορεί να είναι:
- Η αυξημένη καταστροφή ερυθρών αιμοσφαιρίων.
α) Από απώλεια αίματος που μπορεί να προκληθεί από οξεία αιμορραγία, διεγχειρητικά, από τραυματισμό, από χρόνια και μεγάλη έμμηνο ρύση στις γυναίκες, χρόνια απώλεια αίματος από το γαστρεντερικό ή το ουροποιητικό.
β) Από αιμόλυση, όπως στην αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία, στις λοιμώξεις, σε υπερσπληνισμό.
γ) Από τις κληρονομικές ενζυμοπάθειες, τις διαταραχές αιμοσφαιρίνης, ελάττωμα στον μεταβολισμό των ερυθρών (G6PD,PK) ή ελάττωμα στην μεμβράνη των ερυθρών (σφαιροκυττάρωση, ελλειπτοκυττάρωση).
- Ελλιπής ερυθροποίηση που συμβαίνει στη:
α) Μικροκυτταρική αναιμία
β) Νορμοκυτταρική αναιμία
γ) Μακροκυτταρική αναιμία
Ποια είναι τα συμπτώματα της αναιμίας;
Τα συμπτώματα του αναιμικού ατόμου εξαρτώνται αφενός από την βαρύτητα της αναιμίας, την ταχύτητα με την οποία εγκαταστάθηκε, αλλά αφετέρου από το υποκείμενο νόσημα που την προκάλεσε.
Η αναιμία αναγνωρίζεται ως ωχρότης δέρματος και επιπεφυκότων.
Μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όπως ταχυκαρδία, αίσθημα κόπωσης, δύσπνοια στην κόπωση, φύσημα, ζάλη, εμβοές στα αυτιά, πονοκέφαλο.
Ταξινόμηση
Τα αίτια της αναιμίας μπορούν να ταξινομηθούν με βάση το παθοφυσιολογικό αίτιο σε τρεις βασικές κατηγορίες:
- Ελαττωμένη παραγωγή ερυθροκυττάρων λόγω:
α) έλλειψης ερυθροποιητικού παράγοντα στη σύνθεση της αίμης (σιδηροπενική αναιμία), στη σύνθεση του DNA (μεγαλοβλαστική αναιμία).
β) σε άγνωστο μηχανισμό(αναιμία χρονίων παθήσεων)
γ) στη μυελοφθισική αναιμία (λευχαιμία,λεμφώματα)
- Αιμολυτική αναιμία που οφείλεται στην καταστροφή των ερυθρών.
α) αιμολυτική αναιμία από ενδοερυθροκυτταρικά αιτία(μεσογειακή αναιμία, δρεπανοκυτταρική αναιμία).
β) αιμολυτική αναιμία από εξωερυθροκυτταρικά αίτια (αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία)
- Μεθαιμορραγική αναιμία η οποία οφείλεται σε απώλεια αίματος
α) αιμορραγία από το πεπτικό λόγω γαστροραγίας ή εντερορραγίας
β) αιμορραγία από το ουροποιητικό (αιματουρία)
γ) αιμορραγία από το αναπνευστικό(αιμόπτυση)
δ) μεγάλοι τραυματισμοί
Η μορφολογική ταξινόμηση των αναιμιών βασίζεται στο μέσο όγκο των ερυθρών (MCV) και τη μέση πυκνότητα αιμοσφαιρίνης (MCHC), σύμφωνα με τα οποία ταξινομούνται σε:
α ) μικροκυτταρική υπόχρωμη αναιμία(όπως η σιδηροπενική αναιμία ή η σιδηροβλαστική αναιμία)
β ) μακροκυτταρική αναιμία
γ ) νορμόχρωμη αναιμία
Πως γίνεται η διάγνωση της αναιμίας;
Η προσέγγιση της αναιμίας θα γίνει με βάση τον τύπο της αναιμίας.
Ο εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει:
- Την γενική αίματος και την μορφολογική εκτίμηση του πλακιδίου
- Την μέτρηση των δικτυοκυττάρων (ΔΕΚ)
- Την εκτίμηση του μέσου όγκου των ερυθρών(MCV)
Όταν MCV <80fl → σιδηροπενική αναιμία (εξετάσεις που συνιστώνται)
- μέτρηση σιδήρου, φερρίτινης,TIBC, τρανσφερρίνης
- ηλεκτροφόρηση Hb (αιμοσφαιρινοπάθειες)
Όταν ΜCV 90-100fl →νεφρική ανεπάρκεια λοιμώξεις: (EBV,CMV,HIV) μυελοϊνωση
Όταν MCV >100fl → έλλειψη Β12,φυλλικού οξέος, μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο(MDS), υποθυρεοειδισμός, αλκοολισμός, φάρμακα
Ποια είναι η θεραπεία της αναιμίας;
Η διαχείριση της αναιμίας εξαρτάται από την θεραπεία των υποκείμενων αιτιών που την προκάλεσαν.
Αναιμία λόγω έλλειψης σιδήρου, συνιστάται χορήγηση σιδήρου από το στόμα ή ενδoφλεβίως. Η από του στόματος χορήγηση σιδήρου είναι η πιο συνήθης μέθοδος συμπλήρωσης σιδήρου. Η δόση εξαρτάται από την ηλικία του ατόμου, τον υπολογισμό του ελλείματος σιδήρου, την ταχύτητα συμπλήρωσης και την ανοχή του ασθενούς σε πιθανές παρενέργειες. Οι πιο συχνές παρενέργειες είναι η μεταλλική γεύση ή επιγαστραλγία ή διάρροια ή δυσκοιλιότητα .Η αιμοσφαιρίνη αποκαθίσταται συνήθως σε 6-8 εβδομάδες από την έναρξη της θεραπείας.
Ο ενδοφλέβιος σίδηρος (Ε.Φ) μπορεί να είναι ευεργετικός σε ασθενείς που χρειάζονται ταχεία αποκατάσταση των επιπέδων αιμοσφαιρίνης ή σε ασθενείς με δυσανεξία στην από του στόματος χορήγηση σιδήρου.
Αναιμία λόγω διατροφικών ελλείψεων, συνιστάται χορήγηση σιδήρου, vit B12 και φυλλικού οξέως.
Αναιμία λόγω χρόνιας νόσου, όπως η αναιμία χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, στην οποία η αναιμία ανταποκρίνεται στην χορήγηση ερυθροποιητίνης (ΕΡΟ).
Αναιμία λόγω αυξημένης καταστροφής ερυθρών όπως
- αιμολυτική αναιμία λόγω φαρμάκων> διακοπή των φαρμάκων
- ανθεκτική αυτοάνοσο αιμολυτική αναιμία> σπληνεκτομή
- αιμοσφαιρινοπάθειες> μεταγγίσεις αίματος
Παρενέργειες
Εάν η αναιμία δεν διαγνωσθεί και αντιμετωπισθεί έγκαιρα μπορεί να προκαλέσει πολλά και σοβαρά προβλήματα σε όλες τις ηλικίες. Σοβαρή αναιμία σε νεαρή ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχές γνωστικές, διανοητικές, αναπτυξιακές πολλές φορές μη ιατρικώς διαχειρίσιμες.
Άτομα με διατροφικού τύπου αναιμίες πρέπει να εκπαιδεύονται στη σίτιση τροφών πλούσιων σε σίδηρο ή να καταναλώνουν τροφές εμπλουτισμένες με B12 (ορισμένα φυτά και προϊόντα σόγιας).
Άτομα που έχουν υποστεί γαστρικό by pass μπορεί να εμφανίσουν ανεπάρκεια B12 και φυλλικού οξέως λόγω διαταραχής απορρόφησης στον τελικό ειλεό στους οποίους συνιστάται θεραπεία αποκατάστασης.