Τροποποίηση διατροφικής συμπεριφοράς: η σύγχρονη διαιτολογική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του μεταβολικού συνδρόμου
Το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) αντικατοπτρίζει τη συνάθροιση σε ένα άτομο πολλών κλινικών παραγόντων, ο καθένας από τους οποίους αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου ή άλλης αγγειακής πάθησης ή σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2.
Γράφει η
Αλεξία Κατσαρού
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
Συνεργάτης Γ΄ Χειρουργικής Κλινικής ΥΓΕΙΑ
Μεταξύ αυτών των καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου εξέχουσα θέση καταλαμβάνει η παχυσαρκία, και ιδιαίτερα η κοιλιακή (εναπόθεση λίπους μέσα και γύρω από την κοιλιακή χώρα), και θεμελιώδες χαρακτηριστικό του ΜΣ θεωρείται η αντίσταση στην ινσουλίνη και η συνοδός υπερινσουλιναιμία. Επίσης, στους εν λόγω παράγοντες περιλαμβάνονται η δυσλιπιδαιμία (υψηλά τριγλυκερίδια και χαμηλή HDL χοληστερόλη), η αύξηση της αρτηριακής πίεσης, η μικροπρωτεϊνουρία (μικρολευκωματινουρία), ενώ, πρόσφατα, προστέθηκε και η ύπαρξη μίας προθρομβωτικής και προφλεγμονώδους κατάστασης (αυξημένα επίπεδα ινωδογόνου ή αναστολέα-1 του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου στο αίμα και C- αντιδρώσας πρωτεΐνης, αντίστοιχα). Η διάγνωση του ΜΣ διαφέρει ανάλογα με τον ορισμό του. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα ο επιπολασμός του ΜΣ με βάση τον ορισμό του National Cholesterol Education Adult Treatment Panel III (NCEP ATP III) ανέρχεται στο 24,5% και σε ποσοστό 43,4% με τον ορισμό της International Diabetes Federation (IDF).
Εδώ και περίπου πάνω από μία δεκαετία, γνωρίζουμε καλά ότι η αντιμετώπιση του μεταβολικού συνδρόμου, άρα και η μείωση της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνητότητας, μεταξύ άλλων, προϋποθέτει μόνιμες αλλαγές στον τρόπο ζωής, συμπεριλαμβανομένων των διατροφικών συνηθειών, της διατροφικής συμπεριφοράς και της μείωσης του σωματικού βάρους. Η τελευταία φαίνεται να αποτελεί το βασικό μηχανισμό, μέσω του οποίου βελτιώνεται το σύνολο των παραμέτρων του μεταβολικού συνδρόμου.
Δίαιτα και μεταβολικό σύνδρομο
Όσον αφορά στη σχέση μεταξύ διατροφής και παρουσίας μεταβολικού συνδρόμου, σήμερα γνωρίζουμε ότι η υιοθέτηση δίαιτας κοντά στο μεσογειακό πρότυπο (υψηλή κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, ξηρών καρπών, ψαριών και θαλασσινών και χαμηλή κατανάλωση ζωικού λίπους και επεξεργασμένων υδατανθράκων), φαίνεται να επιδρά ιδιαίτερα θετικά στην αντιμετώπιση αυτής της κλινικής εκδήλωσης, κυρίως λόγω βελτίωσης της ινσουλινοαντίστασης μέσω της διαπιστωμένης αντιφλεγμονώδους και αντιοξειδωτικής δράσης των βιοενεργών συστατικών που η μεσογειακή δίαιτα περιλαμβάνει.
Διατροφική συμπεριφορά και μεταβολικό σύνδρομο
Παρ? όλα αυτά, πέρα από την τροφική επιλογή αυτή καθεαυτήν, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σήμερα στον τρόπο και στο πλαίσιο κατανάλωσής της, σε ό,τι ονομάζουμε δηλαδή διατροφική συμπεριφορά. Η υιοθέτηση μιας υγιεινής και ισορροπημένης διατροφής προϋποθέτει συμπεριφορικές προσαρμογές όσον αφορά στον έλεγχο, τη συχνότητα και τον προγραμματισμό των γευμάτων, τον έλεγχο της ποσότητας, τη διαδικασία κατανάλωσης τροφής εκτός σπιτιού, καθώς και την ανάπτυξη λειτουργικών συμπεριφορών σε κρίσιμες καταστάσεις (π.χ. καταστάσεις άγχους, θυμού ή στενοχώριας).
Ενδεικτικά, η κατανάλωση τροφής υπό στρες, καθώς και η κατανάλωση μεγάλων σε όγκο γευμάτων σχετίζονται με αυξημένη εναπόθεση λίπους στην κοιλιακή χώρα και ινσουλινοαντίσταση. Πράγματι, η κατανάλωση φαγητού λόγω στρες χαρακτηρίζεται από την προτίμηση ιδιαίτερα έντονων γευστικά τροφών, πλούσιων σε λίπος ή και ζάχαρη, και δε λειτουργεί ομοιοστασιακά (δηλαδή το άτομο δεν καταλαβαίνει εύκολα πότε να σταματήσει την κατανάλωση τροφής). Από την άλλη, τα μεγάλα γεύματα που προκαλούν δυσφορία, διαταράσσουν δυσμενώς τη βιοχημική ισορροπία του οργανισμού. Επιπλέον, η κατανάλωση τροφής σε ακατάστατες ώρες, καθώς και η κατανάλωση τροφής με αποσπάσεις (π.χ. ταυτόχρονη παρακολούθηση τηλεόρασης) αποτελούν διατροφικές συμπεριφορές που συνδέονται επίσης με την κεντρική παχυσαρκία και αυξάνουν (συχνά έως και διπλασιάζουν) την πιθανότητα εμφάνισης μεταβολικού συνδρόμου.
Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι θεραπευτικός στόχος της «αλλαγής του τρόπου ζωής», μεταξύ άλλων, είναι η εξισορρόπηση της διατροφικής συμπεριφοράς του ατόμου, τροποποιώντας κατά βάση τον τρόπο με τον οποίο αυτό σκέφτεται, αισθάνεται και πράττει σε θέματα γύρω από την τροφή. Με άλλα λόγια, στόχος είναι η αύξηση της αποτελεσματικότητας του ατόμου, ώστε εκείνο να μπορεί να χαίρει ενός υγιούς περιορισμού και ενός μακροχρόνιου ελέγχου του βάρους και του επιπέδου υγείας χωρίς άγχος και περιοριστικές ή υπερφαγικές τάσεις. Σήμερα έχουμε διαθέσιμα πολλά και αξιόπιστα δεδομένα σύμφωνα με τα οποία η «δίαιτα» φαίνεται να είναι αναποτελεσματική ως προς την εξυπηρέτηση του προαναφερθέντος σκοπού. Συχνά διαταράσσει τη διατροφική συμπεριφορά του ατόμου, αυξάνει το άγχος γύρω από το βάρος και εκπαιδεύει ίσως αναποτελεσματικά, χωρίς να αποφέρει τελικά μακροχρόνιο αποτέλεσμα.
Τροποποίηση διατροφικής συμπεριφοράς
Ακρογωνιαίος λίθος της τροποποίησης της διατροφικής συμπεριφοράς είναι η εγκαθίδρυση «θεραπευτικής σχέσης» μεταξύ του ατόμου και του κλινικού, η οποία βασίζεται στην εμπιστοσύνη, την ενσυναίσθηση, την απουσία κριτικής (όχι σχέση γονέα-παιδιού) και στη μακροχρόνια δέσμευση.
Κύριος στόχος της τροποποίησης της διατροφικής συμπεριφοράς είναι η σωστή μείωση της συνολικής προσλαμβανόμενης ποσότητας τροφής. Η ρύθμιση της ποσότητας βασίζεται αρχικά στον «επαναπρογραμματισμό» των φυσιολογικών σημάτων πείνας και κορεσμού, δηλαδή στην εκπαίδευση του ατόμου να τρέφεται σύμφωνα με την ορθή φυσιολογία της όρεξης. Επιπλέον, η μείωση της ποσότητας βασίζεται και στη γνωσιακή εκπαίδευση του ατόμου να προσαρμόζει και να προστατεύει την ορθή διατροφική του συμπεριφορά στις εκάστοτε περιστάσεις (π.χ. φαγητό έξω με φίλους) και κυρίως σε κρίσιμες φάσεις, όπως κατά τη διάρκεια στρεσογόνων περιόδων ή αρνητικών συναισθηματικών καταστάσεων.
Ο παραπάνω σκοπός και, ευρύτερα, η ύφεση των παραμέτρων του μεταβολικού συνδρόμου εξυπηρετούνται από τη διατήρηση μιας σταθερής συχνότητας γευμάτων περίπου ανά 3-4 ώρες (όχι λιγότερα από 3 και όχι περισσότερα από 5-6 τον αριθμό), μικρής ποσότητας και προσεγμένης σύστασης (χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένο λίπος και απλά σάκχαρα και υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, πρωτεΐνες φυτικής και μη προέλευσης και αντιοξειδωτικά). Επιπλέον, το άτομο μαθαίνει να συνδυάζει τις τροφές σωστά, καθώς η συνεργατική δράση των θρεπτικών συστατικών βοηθούν στην καλύτερη ρύθμιση της φυσιολογικής αίσθησης του κορεσμού, καθώς και της ευχαρίστησης που λαμβάνει κανείς από την τροφή.
Η αυτοπαρατήρηση (π.χ. μέσω ημερήσιων ημερολογίων καταγραφής της διατροφικής πρόσληψης) είναι μια πολύ βοηθητική διαδικασία-τεχνική, κατά την οποία το άτομο καταγράφει τη διατροφική του συμπεριφορά σε διάφορες περιστάσεις (π.χ. εκτός σπιτιού, με παρέα ή χωρίς), αλλά ταυτόχρονα και τη συναισθηματική του κατάσταση, με αποτέλεσμα να συνειδητοποιεί και να κινητοποιείται ώστε να αλλάξει όποια μη επιθυμητή συμπεριφορά, ελέγχοντας έτσι τα διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα που συνδέονται με το φαγητό.
Η στοχοθεσία κρίνεται επίσης εξίσου σημαντική και αφορά σε ποσοτικά ή μετρήσιμα δεδομένα (π.χ. μείωση ποσοστού λίπους σώματος, αύξηση ποσοστού μυϊκής μάζας, μείωσης HbA1c, μείωση LDL), αλλά και σε ποιοτικά, όπως μείωση της αίσθησης δυσφορίας μετά το φαγητό, μείωση τσιμπολογήματος, βελτίωση εικόνας σώματος, εκπαίδευση στη διατήρηση σταθερού βάρους.
Η διαχείριση του στρες (π.χ. διαφραγματικές αναπνοές) και η «ψυχοεκπαίδευση» κρίνονται ιδιαίτερα βοηθητικές στην κατανόηση και στην τροποποίηση των περιστάσεων εκείνων όπου καταναλώνεται τροφή απουσία οργανικής αιτιολογίας, αλλά κυρίως ψυχικής. Όταν, βέβαια, τα συναισθήματα έχουν εμπλακεί ιδιαίτερα με τη διαδικασία του φαγητού, τότε η αναζήτηση βοήθειας από κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας αποτελεί την κατάλληλη επιλογή.
Συμπερασματικά, η σχέση που έχει αναπτύξει ο καθένας από εμάς με την τροφή είναι μοναδική και οποιαδήποτε διαταραχή μπορεί να επηρεάζει δυσμενώς το άτομο σωματικά, αλλά και ψυχοκοινωνικά. Γι? αυτό, με στόχο την αντιμετώπιση του μεταβολικού συνδρόμου και τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, η όποια «παρέμβαση» θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη, προσεγμένη, επιστημονικά τεκμηριωμένη και να προάγει συνολικά την υγεία του ατόμου.
Bιβλιογραφία
1. Τρυποσκιάδης ΦΚ, Λουρίδας ΓΕ, et al. Διαβήτης – Καρδιά – Αγγεία. Κεφάλαιο 2: Προδιαβήτης, μεταβολικό σύνδρομο και καρδιοαγγειακός κίνδυνος. Ιατρικές εκδόσεις Λαγός Δημήτριος, 2010.
2. Adult Treatment Panel III. Executive Summary of the Third Report of the National Cholesterol Education Program (NCEP) Expert Panel on Detection, Evaluation, and Treatment of High Blood Cholesterol In Adults. JAMA 2001; 285: 2.486 –2.497.
3. Kastorini CM, Milionis HJ, Esposito K, et al. The effect of Mediterranean diet on metabolic syndrome and its components: a meta-analysis of 50 studies and 534,906 individuals. J Am Coll Cardiol 2011; 57: 1.299-1.313.
4. Fappa E, Yannakoulia M, Pitsavos C, et al. Lifestyle intervention in the management of metabolic syndrome: could we improve adherence issues? Nutrition 2008; 24: 286-291.
5. Daubenmier J, Kristeller J, Hecht FM, et al. Mindfulness Intervention for Stress Eating to Reduce Cortisol and Abdominal Fat among Overweight and Obese Women: An Exploratory Randomized Controlled Study. J Obes 2011; 2011: 651936.
6. Sierra-Johnson J1, Unden AL, Linestrand M, et al. Eating meals irregularly: a novel environmental risk factor for the metabolic syndrome. Obesity 2008; 16:1.302-1.307.
7. Gillen MM, Markey CN, Markey PM. An examination of dieting behaviors among adults: links with depression. Eat Behav 2012; 13: 88-93.
8. McCrory MA, Campbell WW. Effects of eating frequency, snacking, and breakfast skipping on energy regulation: symposium overview. J Nutr 2011; 141: 144-147.
9. Paddon-Jones D1, Westman E, Mattes RD, et al. Protein, weight management, and satiety. Am J Clin Nutr 2008; 87: 1.558S-1.561S.
10. Butryn ML, Webb V, Wadden TA. Behavioral treatment of obesity. Psychiatr Clin North Am 2011; 34: 841-859.
Ιούνιος 2015