Η φαρμακευτική αγωγή της καρδιακής νόσου και οστικός μεταβολισμός
Η καρδιαγγειακή νόσος και η οστεοπόρωση είναι παθήσεις που αφορούν μεγάλο τμήμα του γενικού πληθυσμού, των οποίων ο επιπολασμός αυξάνει με την πάροδο της ηλικίας. Οι δυο αυτές καταστάσεις συχνά συνυπάρχουν, καθώς στην ανάπτυξη τους συμμετέχουν κοινοί παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί και παράγοντες κινδύνου.
Γράφει ο
Παναγιώτης Μάλλιος
Καρδιολόγος
Συνεργάτης ΥΓΕΙΑ
Τα καρδιαγγειακά συμβάματα και τα οστεοπορωτικά κατάγματα αποτελούν σημαντικούς παράγοντες νοσηρότητας και θνητότητας κυρίως στα ηλικιωμένα άτομα. Η γνώση λοιπόν πιθανής ύπαρξης θετικής ή αρνητικής επίδρασης των καρδιακών φαρμάκων στην οστική πυκνότητα, όπως και της αντίστοιχης των φαρμάκων της οστεοπόρωσης στην ανάπτυξη ή μη καρδιαγγειακής νόσου, κρίνεται σκόπιμη.
Από τα χρησιμοποιούμενα καρδιολογικά φάρμακα κάποια φαίνεται πως ασκούν προστατευτική δράση στον οστικό μεταβολισμό, ενώ άλλα αρνητική. Τα θειαζιδικά διουρητικά, που χρησιμοποιούνται ευρέως ως αντιυπερτασικά, αυξάνουν την οστική πυκνότητα, σε αντίθεση με τα διουρητικά της αγκύλης που μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια οστού. Τα νιτρώδη, κλασικά αντιστηθαγχικά φάρμακα, δρουν προστατευτικά, ενώ πιθανώς θετική επίδραση στον οστικό μεταβολισμό να ασκούν οι στατίνες (υπολιπιδαιμικά φάρμακα) και οι β-αποκλειστές. Τα μέχρι τώρα δεδομένα των κλινικών μελετών δείχνουν ότι τα αντιπηκτικά (ηπαρίνη και κουμαρινικά παράγωγα) ενδέχεται να οδηγούν σε μείωση της οστικής πυκνότητας και άρα αύξηση των οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Από τα φάρμακα που δίνονται στη θεραπεία της οστεοπόρωσης τα διφωσφονικά οξέα έχουν συσχετιστεί με αύξηση των επεισοδίων κολπικής μαρμαρυγής. Τα συμπληρώματα ασβεστίου, που δίνονται συχνά στην πρόληψη αλλά και θεραπεία της οστεοπόρωσης, ενοχοποιήθηκαν στο παρελθόν ότι αυξάνουν τα εμφράγματα. Οι τελευταίες μελέτες ωστόσο μάλλον τα “αθωώνουν”, καθώς δεν φανέρωσαν ανάλογη συσχέτιση.
Οκτώβριος 2015