Θυρεοειδική κακοήθεια: μια νόσος που μπορεί να θεραπευτεί
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι μια ιδιαίτερη πάθηση του ενδοκρινικού συστήματος, που προσβάλλει με μεγαλύτερη συχνότητα τις γυναίκες, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει μεγαλύτερη «διάδοση». Αλλά πώς εκδηλώνεται και, κυρίως, πώς θεραπεύεται;
Γράφει ο
Μανώλης Τσίγκος
Γενικός Χειρουργός, Εξειδικευμένος στην Ογκολογική Χειρουργική
Συνεργάτης ΛΗΤΩ
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αποτελεί τη συχνότερη κακοήθεια του ενδοκρινικού συστήματος (το 95% του συνόλου) και το 1,5% όλων των κακοήθων νεοπλασιών του ανθρώπινου οργανισμού. Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από τους άνδρες σε αναλογία 3 προς 1, κυρίως στις ηλικίες μεταξύ 25-65 ετών, με τον ισόβιο κίνδυνο νόσησης να είναι 0,8 και 0,3 για το γυναικείο και το αντρικό φύλο αντίστοιχα.
Ο θυρεοειδικός καρκίνος την τελευταία δεκαετία παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση της επίπτωσης μιας νεοπλασίας σε σχέση με όλες τις λοιπές κακοήθεις παθήσεις των διαφόρων οργάνων, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, αλλά και στη σαφή βελτίωση των μεθόδων διάγνωσής του.
Η πρόγνωσή του είναι εξαιρετική, με τη μεγαλύτερη πλειονότητα των ασθενών να θεραπεύεται, εφόσον ακολουθηθεί το σωστό πρωτόκολλο για την αντιμετώπιση της παθήσεως.
Οι κατηγορίες
Η νόσος ταξινομείται βάσει της κυτταρικής προέλευσής της. Έτσι έχουμε τις κακοήθεις παθήσεις που προέρχονται από τα θυλακιώδη κύτταρα του αδένα και τις αντίστοιχες από τα μη θυλακιώδη.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν:
- Ο θηλώδης τύπος (ο πιο συχνός τύπος θυρεοειδικής κακοήθειας, 80% του συνόλου).
- Ο θυλακιώδης (10%).
- Ο καρκίνος από κύτταρα Hurthle (4%).
- Ο αναπλαστικός ή αμετάπλαστος τύπος (1%-2%).
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν:
- Το μυελοειδές καρκίνωμα (4%-5%).
- Το λέμφωμα (2%).
- Το τεράτωμα (πολύ σπάνιος τύπος).
- Οι μεταστάσεις από κακοήθεις παθήσεις άλλων οργάνων, όπως του νεφρού, του πνεύμονα, του μαστού ή από μελάνωμα (σπάνια).
Η πάθηση εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά με τη μορφή ψυχρού όζου (οι ψυχροί -μη λειτουργικοί- όζοι αποτελούν το 80% του συνόλου των όζων). Παρότι οι θυρεοειδικοί όζοι είναι πολύ συχνοί, ευτυχώς μόνο το 5% εξ αυτών είναι κακοήθεις. Παράγοντες κινδύνου είναι η έκθεση στην ακτινοβολία (αν ο ασθενής έχει υποβληθεί σε θεραπευτική ακτινοθεραπεία -κυρίως στο κεφάλι και τον τράχηλο για την αντιμετώπιση άλλων ογκολογικών παθήσεων- ή έχει εκτεθεί σε ακτινοβολία μετά από πυρηνικό ατύχημα), το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς, η ύπαρξη συνδρόμων που σχετίζονται με την εμφάνισή του (π.χ. πολλαπλή ενδοκρινική νεοπλασία MEN, σύνδρομο oικογενούς αδενοματώδους πολυποδίασης FAP, σύνδρομο Gardner κ.λπ.), ενώ τελευταία ερευνάται και η πιθανότητα συσχέτισης της αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας με την ανάπτυξη καρκίνου του θυρεοειδούς. Τα παιδιά με οζώδη ή πολυοζώδη βρογχοκήλη, οι άντρες κυρίως με μονήρεις όζους, οι ενήλικες πάνω από τα 60, οι ασθενείς με μεγάλους όζους, εκείνοι που προσέρχονται με ένα ταχέως αυξανόμενο σε μέγεθος θυρεοειδικό όζο και οι ασθενείς με ατομικό ιστορικό κακοήθειας του μαστού εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν τη νόσο.
Η διάγνωση και η θεραπεία
Η διάγνωση πραγματοποιείται:
- Με το λεπτομερές ιστορικό.
- Με την ψηλάφηση (40% των όζων άνω των 15 mm και 4% του συνόλου των όζων είναι ψηλαφητοί).
- Με τον αιματολογικό έλεγχο (TSH, καλσιτονίνη, θυρεοσφαιρίνη, αντισώματα κ.ά.).
- Με το υπερηχογράφημα (ύποπτα απεικονιστικά κριτήρια ενός όζου αποτελούν οι μικροαποτιτανώσεις, η αυξημένη κεντρική αγγείωση, η υποηχογένεια, τα ανώμαλα όρια κ.ά.).
- Με την παρακέντηση διά λεπτής βελόνης (FNA) είτε ενός όζου είτε ενός διογκωμένου τραχηλικού λεμφαδένα (η FNA αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο για τη διάγνωση των κακοήθων παθήσεων και πρέπει να διενεργείται για κάθε όζο μεγαλύτερο του 1 εκατοστού είτε για κάθε όζο ανεξαρτήτως μεγέθους, αλλά με ύποπτα απεικονιστικά χαρακτηριστικά ή οικογενειακό ιστορικό θυρεοειδικής κακοήθειας).
Η θεραπεία είναι κατ’ εξοχήν χειρουργική για όλους τους τύπους θυρεοειδικής κακοήθειας (εξαιρείται το λέμφωμα) και συνίσταται στην ολική αφαίρεση του αδένα (ολική θυρεοειδεκτομή), καθώς επίσης και σε κάποιες περιπτώσεις στην εξαίρεση των λεμφαδένων του τραχήλου (ετερόπλευρος ή αμφοτερόπλευρος λειτουργικός ριζικός λεμφαδενικός καθαρισμός) όταν ανευρίσκεται νόσος και σε αυτούς ή υπάρχει σαφής κλινικοεργαστηριακή ή και απεικονιστική υποψία.
Μετά την επέμβαση ακολουθεί στις περισσότερες περιπτώσεις, αναλόγως του τύπου του θυρεοειδικού καρκίνου, η χορήγηση θεραπευτικής δόσης ραδιενεργού ιωδίου, με σκοπό την καταστροφή πιθανής ύπαρξης υπολειμματικών κακοήθων κυττάρων ή και λεμφαδενικών μικρομεταστάσεων. Η θεραπευτική προσέγγιση ολοκληρώνεται με τη χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής. Η εξωσωματική ακτινοβολία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματική θεραπεία στα αναπλαστικά καρκινώματα, ενώ η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και μόνο για τα αναπλαστικά, καθώς παρουσιάζει αμφίβολα αποτελέσματα.
Ο ασθενής μετά την επέμβαση και την οποιαδήποτε συμπληρωματική θεραπεία στην οποία υποβληθεί, τίθεται σε τακτική παρακολούθηση από τη θεράπουσα ενδοκρινολογική ομάδα. Εφόσον ακολουθηθεί το σωστό θεραπευτικό πρωτόκολλο και η επέμβαση διενεργηθεί από εξειδικευμένο χειρουργό, η πρόγνωση είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων άριστη και το αποτέλεσμα η ίαση.
Φεβρουάριος 2015