Βαρηκοΐα αγωγιμότητας: αίτια και αντιμετώπιση
Η βαρηκοΐα αγωγιμότητας οφείλεται σε βλάβη, που εντοπίζεται στον έξω ακουστικό πόρο ή στο μέσον ους και στα στοιχεία που βρίσκονται εντός αυτού, ώστε ο ήχος δεν ενισχύεται, αλλά εμποδίζεται να μεταδοθεί στον κοχλία.
Γράφουν οι
Μηνάς Ν. Αρτόπουλος, MD
Χειρουργός Ωτορινολαρυγγολόγος
Επιμελητής ΩΡΛ Κλινικής ΜΗΤΕΡΑ
Δρ Πέτρος Β. Βλασταράκος
MD, MSc, PhD, IDO-HNS (Eng.)
Χειρουργός Ωτορινολαρυγγολόγος
Επιμελητής ΩΡΛ Κλινικής ΜΗΤΕΡΑ
Η διάγνωση γίνεται με πολλούς τρόπους. Αρχικά με τονοδότες. Η δοκιμασία Weber δείχνει τον ήχο να πλαγιάζει στην πάσχουσα πλευρά, ενώ η δοκιμασία Rinne είναι αρνητική, αν η βαρηκοΐα είναι >20 dB (η ακοή είναι καλύτερη, όταν ο τονοδότης εφάπτεται στη μαστοειδή απόφυση). Στο τονικό ακοόγραμμα υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των ουδών αέρινης και οστεΐνης αγωγής. Βαρηκοΐα τύπου αγωγής μεγαλύτερη από 50 dB, θεωρείται ότι οφείλεται σε διακοπή της συνεχείας των ακουστικών οσταρίων. Με το τυμπανόγραμμα διερευνάται αν η τυμπανική μεμβράνη παρουσιάζει κινητικότητα ή όχι.
Η συχνότερη αιτία βαρηκοΐας αγωγιμότητας στους ενήλικες είναι το βύσμα κυψέλης και στα παιδιά η μέση ωτίτιδα με υγρό. Σε κάθε περίπτωση, πλήθος αιτιών υπάρχουν, άλλες συχνές και άλλες σπάνιες, οι οποίες θα αναφερθούν εν συντομία.
Συγγενής ατρησία του έξω ακουστικού πόρου
Μόνη ή συνυπάρχουσα με άλλες ανωμαλίες, όπως η υποπλασία ή η απλασία του πτερυγίου, η ανωμαλία της κάτω γνάθου κ.ά. Χειρουργική αντιμετώπιση ενδείκνυται στην αμφίπλευρη ατρησία και, υπό προϋποθέσεις, στη μονόπλευρη.
- Βύσμα κυψέλης
Η συχνότερη αιτία βαρηκοΐας αγωγιμότητας στους ενήλικες.
- Χολοστεάτωμα του έξω ακουστικού πόρου
Είναι σπάνιο και άγνωστης αιτιολογίας. Θεραπευτικά απαιτείται η χειρουργική αφαίρεση της μάζας από τον έξω ακουστικό πόρο.
- Έγκαυμα
Η αντιμετώπισή του εξαρτάται από το βαθμό του.
- Αδένωμα
Σχηματίζεται συνήθως είτε από τους σμηγματογόνους είτε από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Χρήζει χειρουργικής αφαίρεσης.
- Αιμαγγείωμα και λεμφαγγείωμα
Με τριχοειδή ή σηραγγώδη μορφή ποικίλου μεγέθους απαιτεί θεραπευτική αντιμετώπιση.
- Εξόστωση, οστέωμα και χόνδρωμα
Καλοήθεις όγκοι, οι οποίοι και εξαιρούνται χειρουργικά.
- Κακοήθεις όγκοι
Οι συνηθέστεροι που αναπτύσσονται στον έξω ακουστικό πόρο είναι το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα και το αδενοκαρκίνωμα. Άλλοι μεσεγχυματικοί κακοήθεις όγκοι, όπως το ινοσάρκωμα, το ραβδομυοσάρκωμα κ.λπ., είναι πολύ σπάνιοι. Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση συνίσταται στην ευρεία χειρουργική αφαίρεση και στη μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία, ενώ η πρόγνωση εξαρτάται από την έκταση του όγκου και κυρίως από την σταδιοποίηση.
- Ξένο σώμα
Πλήθος ξένων σωμάτων μπορεί να εισαχθούν στον έξω ακουστικό πόρο, είτε εσκεμμένως είτε από ατύχημα. Είναι συχνότερα στα παιδιά. Θα πρέπει να αφαιρούνται ανάλογα με τη φύση τους, με την επικινδυνότητά τους και τις συνοδές βλάβες που μπορούν να προκαλέσουν (π.χ. έγκαυμα, εξωτερική ωτίτιδα, διάτρηση τυμπανικής μεμβράνης κτλ).
- Τραύμα
Μπορεί να συμβεί από διάφορα αντικείμενα που εισάγονται στον έξω ακουστικό πόρο, σε κάκωση της κάτω γνάθου ή σε κάταγμα του κροταφικού οστού. Προκαλεί έντονο πόνο και αιμορραγία και η αντιμετώπιση εξαρτάται από την αιτιολογία του τραυματισμού.
- Οξεία εξωτερική ωτίτιδα
Είναι η φλεγμονή του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου, η οποία προκαλείται από πολλά παθογόνα μικρόβια (π.χ. ψευδομονάδα, σταφυλόκοκκος, στρεπτόκοκκος κ.ά.) κυρίως όταν ο καιρός είναι θερμός και υγρός. Η θεραπεία είναι ο επιμελής καθαρισμός των εκκριμάτων του έξω ακουστικού πόρου και ταυτόχρονα η ενστάλαξη ωτικών αντισηπτικών σταγόνων, ενώ μπορούν να χορηγηθούν και αναλγητικά για τον πόνο.
- Ωτομύκωση
Είναι η φλεγμονή που προκαλείται από παθογόνους μύκητες, όπως o Aspergillus niger ή fumigatus, το Penicillium και η Candida albicans. Απαιτούνται τοπική αντιμυκητισιακή θεραπεία και επιμελής καθαρισμός του έξω ακουστικού πόρου.
- Κακοήθης εξωτερική ωτίτιδα
Αφορά στη φλεγμονή που δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς με τη συνηθισμένη θεραπεία, προκαλεί οστεομυελίτιδα του τυμπανικού δακτυλίου που επεκτείνεται στη βάση του κρανίου και στο λιθοειδές του κροταφικού οστού. Παρατηρείται συνηθέστερα σε ανοσοκατέσταλμένους αρρώστους, όπως οι πάσχοντες από AIDS ή από κακοήθη νοσήματα, καθώς και σε ηλικιωμένους διαβητικούς. Το συνηθέστερο παθογόνο μικρόβιο είναι η Pseudomonas aeruginosa. Κατά την έναρξη της νόσου, ο ασθενής θα πρέπει να εισαχθεί στο νοσοκομείο για ενδοφλέβια χορήγηση ισχυρών αντιβιοτικών. Έπειτα θα ακολουθήσει αντιβίωση μακράς διαρκείας (2-4 μήνες). Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί και χειρουργική αντιμετώπιση (μαστοειδεκτομή και τυμπανοπλαστική).
- Διάτρηση τυμπανικής μεμβράνης
Εκδηλώνεται με υποτροπιάζουσες φλεγμονές του μέσου ωτός, ωτόρροια και ενίοτε με πόνο. Η διάγνωση γίνεται με την ωτοσκόπηση. Οι περισσότερες διατρήσεις επουλώνονται αυτομάτως. Όσες παραμένουν, διορθώνονται χειρουργικά με τυμπανοπλαστική. Ο τύπος της τυμπανοπλαστικής τεχνικής που θα εφαρμοστεί από τον έμπειρο χειρουργό, θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της διάτρησης και την κατάσταση των ακουστικών οσταρίων του μέσου ωτός που μεταφέρουν το ηχητικό κύμα. Αυτή στοχεύει να καταστήσει το αφτί στεγνό, να αποτρέψει την υποτροπή της φλεγμονής και να μειώσει την ακουστική αναπηρία. Η αντιμικροβιακή τοπική θεραπεία είναι ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης της χρόνιας μέσης ωτίτιδας. Χρειάζεται επιμελής καθαρισμός και απομάκρυνση των εκκρίσεων από τον έξω ακουστικό πόρο, ώστε το τοπικό φάρμακο να εισέλθει στην τυμπανική κοιλότητα σε επαρκή ποσότητα.
Η από του στόματος χορήγηση αντιβιοτικών έχει ελάχιστη αξία. Το θεραπευτικό σχήμα θα πρέπει να καλύπτει την ψευδομονάδα και να διαρκέσει 3-4 εβδομάδες. Η χειρουργική επέμβαση συνίσταται στην κάλυψη του ελλείμματος της τυμπανικής μεμβράνης συνήθως με περιτονία, η οποία λαμβάνεται από τον κροταφίτη μυ (μυριγγοπλαστική) και στην αποκατάσταση της βλάβης των ακουστικών οσταρίων, είτε με τη χρησιμοποίηση των υπολειμμάτων των οσταρίων είτε άλλων προθέσεων. Υπάρχουν έξι τύποι τυμπανοπλαστικής:
– Τύπος Ι ή μυριγγοπλαστική. Αποκαθίσταται η τυμπανική μεμβράνη, ενώ η άλυσος των ακουστικών οσταρίων είναι κινητή και ακεραία. Αυτό μπορεί να γίνει με ενδοωτιαία ή με οπισθοωτιαία προσπέλαση. Το μόσχευμα μπορεί να τοποθετηθεί είτε στην έξω επιφάνεια της τυμπανικής μεμβράνης (overlay graft) είτε στην έσω επιφάνειά της (underlay graft) είτε συνδυαστικά. Η συνολική επιτυχία της μυριγγοπλαστικής ανέρχεται στο 85%. Στις επιπλοκές περιλαμβάνονται η αποτυχία (15%), ο τραυματισμός των οσταρίων, του προσωπικού νεύρου ή του έσω ωτός.
-Τύπος ΙΙ. Λείπει η λαβή της σφύρας. Η τυμπανική μεμβράνη αποκαθίσταται με την τοποθέτηση του μοσχεύματος επί του υπολοίπου της σφύρας και της μακράς αποφύσεως του άκμονα.
– Τύπος ΙΙΙ. Η σφύρα και ο άκμονας έχουν αφαιρεθεί ή έχουν καταστραφεί από τη νόσο. Το μόσχευμα τοποθετείται επί της κεφαλής του αναβολέα.
– Τύπος ΙV. Υπάρχει μόνο η βάση του αναβολέα. Το μόσχευμα δεν καλύπτει τη βάση του αναβολέα, αλλά τοποθετείται στο ακρωτήριο, ώστε η στρογγυλή θυρίδα να βρίσκεται σε μια κοιλότητα που επικοινωνεί με την ευσταχιανή σάλπιγγα.
-Τύπος V. Η βάση του αναβολέα είναι καθηλωμένη. Γίνεται θυριδοποίηση του οριζοντίου ημικυκλίου σωλήνα.
– Τύπος VI. Η στρογγυλή θυρίδα μένει ακάλυπτη και το μόσχευμα τοποθετείται στο ακρωτήριο, ώστε να σχηματίζεται μια κοιλότητα με την ωοειδή θυρίδα.
- Οξεία μέση ωτίτιδα
Πολύ συχνή πάθηση στα παιδιά, λόγω της ύπαρξης των αδενοειδών εκβλαστήσεων και της ρινοκολπίτιδας. Αρκετά συχνά μπορεί να προκαλέσει και διάτρηση τυμπάνου, που είναι και η συχνότερη επιπλοκή της μέσης ωτίτιδας. Η θεραπεία εκλογής είναι τα αντιβιοτικά ευρέος φάσματος.
- Εκκριτική ωτίτιδα
Απαντά κυρίως στα παιδιά. Συχνά ακολουθεί ένα επεισόδιο οξείας μέσης ωτίτιδας, καθώς το υγρό μπορεί να παραμείνει στην κοιλότητα του μέσου ωτός στο 50% των περιπτώσεων περισσότερο από ένα μήνα. Τελικά στο 10% των περιπτώσεων το υγρό παραμένει. Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται παρακέντηση τυμπάνου για την αφαίρεση του υγρού με ή χωρίς τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού για ένα εξάμηνο. Η μονόπλευρη εκκριτική ωτίτιδα στους ενήλικες χρήζει περαιτέρω διερεύνησης με ενδοσκόπηση ρινός για τον αποκλεισμό απόφραξης της σύστοιχης ευσταχιανής από όγκο στον ρινοφάρυγγα (η εκκρητική ωτίτιδα παρουσιάζεται αναλυτικότερα στη συνέχεια του κεφαλαίου).
- Ατελεκτασία
Αποτελεί επιπλοκή της εκκριτικής μέσης ωτίτιδας. Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή των οσταρίων. Η θεραπεία είναι χειρουργική. Η τοποθέτηση σωληνίσκου αερισμού μέσου ωτός μακράς διάρκειας μπορεί αρχικά να βοηθήσει. Σε προχωρημένες περιπτώσεις αφαιρείται η ασθενική τυμπανική μεμβράνη και αντικαθίσταται από μόσχευμα.
- Συγγενείς ανωμαλίες οσταρίων
Αφορά σε συγγενή έλλειψη ενός τμήματος ενός οσταρίου, έλλειψη ολόκληρου οσταρίου ή οσταρίων (σφύρα, άκμονας ή αναβολέας) και η οστέινη αγκύλωσή τους. Η θεραπεία εκλογής είναι η χειρουργική αποκατάσταση των οσταρίων, ενώ η χρήση ακουστικών βαρηκοΐας αποτελεί μια εναλλακτική λύση.
- Διακοπή συνεχείας ακουστικής αλύσου
Μπορεί να υπάρχει με την τυμπανική μεμβράνη ανέπαφη και οφείλεται σε σηπτική ή άσηπτη νέκρωση ή σε κάκωση των οσταρίων του μέσου ωτός. Η θεραπεία είναι χειρουργική και αποσκοπεί στη δημιουργία ενός μηχανισμού που θα μεταφέρει τον ήχο από την τυμπανική μεμβράνη.
- Καλοήθεις όγκοι
Πλήθος καλοήθων όγκων μπορούν να εκδηλωθούν ως βαρηκοΐα αγωγιμότητας. Οι συνηθέστεροι είναι: το νευρίνωμα του προσωπικού νεύρου, οι πολύποδες, το χημειοδέκτωμα ή παραγαγγλίωμα (Glomus Tympanicum Tumor). Η αντιμετώπιση είναι η χειρουργική εξαίρεσή τους.
- Νοσήματα που προκαλούν οστεολυτικές βλάβες
Αφορούν σε νοσήματα όπως το μυέλωμα, η νόσος Paget (παραμορφωτική οστείτις), η ατελής οστεογένεση (Osteogenesis imperfecta ή σύνδρομο van der Hoeve-de Kleyn), η οστεοπέτρωση (γνωστή ως οστεομαρμάρωση ή νόσος των Albers-Schonberg) κ.ά. Η θεραπεία είναι η χειρουργική αποκατάσταση της ακοής από τον χειρουργό ωτορινολαρυγγολόγο.
- Τυμπανοσκλήρυνση
Χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό σκληρών πλακών στην τυμπανική μεμβράνη και πιθανώς στο μέσο αφτί. Οφείλεται στην ανώμαλη επούλωση του τυμπάνου έπειτα από τραυματισμό και από επανειλημμένες οξείες ή χρόνιες φλεγμονές. Εφόσον χρειαστεί, αντιμετωπίζεται χειρουργικά με τυμπανοπλαστική.
- Ωτοσκλήρυνση
Η νόσος αρχίζει ως διαταραχή του μεταβολισμού του οστού και προσβάλλει τον οστέινο λαβύρινθο (ωτική κάψα). Προοδευτικά καθηλώνεται η βάση του αναβολέα και εγκαθίσταται βαρηκοΐα αγωγιμότητας. Ο γενετικός παράγων ευθύνεται για την εκδήλωση της νόσου σε περισσότερα άτομα της ίδιας οικογένειας. Αν ο ένας από τους γονείς πάσχει από ωτοσκλήρυνση, οι πιθανότητες τα παιδιά του να την εμφανίσουν είναι περίπου 20%. Συνοδεύεται από εμβοές (σε ποσοστό >75%). Εκδηλώνεται συνήθως αμφίπλευρα, αλλά ασύμμετρα. Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι η θεραπεία εκλογής που εφαρμόζεται από έμπειρο ωτορινολαρυγγολόγο.
Αυτός θα επιλέξει την αναβολεκτομή ή την αναβολοτομή ανάλογα με την πείρα του. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ωτοσκληρυντικός αναβολέας αντικαθίσταται με πρόθεση στοχεύοντας στη δημιουργία ενός μηχανισμού που θα μεταφέρει τον ήχο από την τυμπανική μεμβράνη στο έσω ους. Σε περίπτωση που ο ασθενής δεν μπορεί ή δεν θέλει να χειρουργηθεί μπορεί να δοκιμάσει Sodium Fluoride από του στόματος (χωρίς σίγουρα αποτελέσματα) ή και ακουστικά βαρηκοΐας.
- Χολοστεάτωμα
Το χολοστεάτωμα μπορεί να παρομοιαστεί με μια κύστη που περιβάλλεται από δέρμα. Αυτή αυξάνεται σε μέγεθος, εκκρίνει διάφορα ένζυμα και επεκτείνεται καταστρέφοντας τους γύρω ιστούς, όπως και τα οστάρια προκαλώντας βαρηκοΐα αγωγιμότητας. Διακρίνεται σε συγγενές και επίκτητο. Το συγγενές είναι σπάνιο και συνιστά περίπου το 2% των χολοστεατωμάτων του κροταφικού οστού. Στο 3% των περιπτώσεων είναι αμφίπλευρο.
Η συχνότητά του αυξάνεται μετά την ηλικία των 6 ετών. Το επίκτητο χολοστεάτωμα είναι σπανιότερο στη μεγάλη ηλικία. Οι επιπλοκές είναι πολλές και σοβαρές αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως. Πρόκειται για ενδοκροταφικές επιπλοκές (ίλιγγος, παράλυση προσωπικού κ.ά.) και ενδοκρανιακές (μηνιγγίτιδα, εγκεφαλικό απόστημα κ.ά.). Η θεραπεία είναι χειρουργική. Όταν σχηματιστεί ένα χολοστεάτωμα, αποκλείεται να υποχωρήσει μόνο του. Η επέμβαση εκλογής είναι η μαστοειδεκτομή, η οποία συνδυάζεται με τυμπανοπλαστική. Η εγχείρηση έχει σκοπό την εκρίζωση της νόσου και την αποκατάσταση της ακοής. Αυτό σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει σε δύο στάδια. Η επιτυχία της επέμβασης είναι ευθέως ανάλογη με την πείρα του χειρουργού.
- Εκκριτική ωτίτιδα: αίτια – αντιμετώπιση
Η εκκριτική μέση ωτίτιδα είναι νόσος που χαρακτηρίζεται από συλλογή υγρού στο μέσο ους, χωρίς όμως την ύπαρξη συμπτωμάτων και σημείων οξείας λοίμωξης ή διάτρηση του τυμπανικού υμένα. Η εκκριτική ωτίτιδα μπορεί να ταξινομηθεί ως εξής:
– Οξεία ελαφρά, μέτρια ή σοβαρή εκκριτική ωτίτις (χρονική διάρκεια μικρότερη των 3 εβδομάδων).
– Υποξεία ελαφρά, μέτρια ή σοβαρή εκκριτική ωτίτις (χρονική διάρκεια μεταξύ 3 εβδομάδων και 3 μηνών).
– Χρόνια ελαφρά, μέτρια ή σοβαρή εκκριτική ωτίτις (χρονική διάρκεια μεγαλύτερη των 3 μηνών).
Η εκκριτική ωτίτιδα αποτελεί μια εξαιρετικά συχνή νοσολογική κατάσταση στον παιδικό πληθυσμό, από τον 7ο μήνα της ζωής μέχρι περίπου τα 6 χρόνια. Αποτελεί μάλιστα το συχνότερο αίτιο παροδικής απώλειας της ακοής στα παιδιά. Υπολογίζεται ότι η συχνότητα της αμφοτερόπλευρης ύπαρξης υγρού στο μέσο αφτί φτάνει το 34% κατά τον 8ο μήνα της ζωής, υποχωρώντας ωστόσο περίπου στο 10% στην ηλικία των 5 ετών. Αθροιστικά η μέση διάρκεια παρουσίας υγρού στα 2 πρώτα χρόνια της ζωής υπολογίζεται στους 5 μήνες (20% του χρόνου). Παρά το γεγονός όμως αυτό, μόνο το 5% των παιδιών παρουσιάζουν εμμένουσα κατάσταση. Η επίπτωση της εμφάνισης υγρού και στα δύο αφτιά στον πληθυσμό των παιδιών αυτών, κυμαίνεται από 10% περίπου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έως πάνω από 20% κατά τους χειμερινούς.
Αρκετές καταστάσεις πιστεύεται ότι προδιαθέτουν στην εμφάνιση εκκριτικής ωτίτιδας. Η δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας θεωρείται μια από τις σημαντικότερες αιτίες και μπορεί να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα απόφραξης (λειτουργικής, μηχανικής ή συνδυασμού αυτών) ή ανώμαλης διαβατότητας. Λειτουργική απόφραξη παρατηρείται στα νήπια και στα μικρά παιδιά, διότι η αντοχή του υποστηρικτικού χόνδρου του αυλού της είναι μικρότερη ή και η λειτουργικότητα του τείνοντος την υπερώα μυός δεν είναι πλήρης. Η μόνιμη λειτουργική απόφραξη της ευσταχιανής σάλπιγγας θεωρείται ότι είναι το αίτιο των επανειλημμένων επεισοδίων εκκριτικής ωτίτιδας σε παιδιά με υπερωιοσχιστία (ακόμα και στη μορφή υποβλεννογονίου λυκοστόματος με δισχιδή σταφυλή).
Η μηχανική απόφραξη διακρίνεται σε ενδογενή και εξωγενή. Η ενδογενής μηχανική απόφραξη είναι συνήθως αποτέλεσμα φλεγμονής, λόγω λοίμωξης του ανωτέρου αναπνευστικού ή αλλεργίας. Η εξωγενής μηχανική απόφραξη μπορεί να οφείλεται σε όγκους του ρινοφάρυγγα ή σε αδενοειδείς εκβλαστήσεις. Ως αίτια δυσλειτουργίας της ευσταχιανής σάλπιγγας έχουν αναφερθεί επίσης συγγενείς, τραυματικές, νεοπλασματικές, μεταβολικές και απομυελινωτικές παθήσεις, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται ως ιδιοπαθείς.
Νεότερα δεδομένα έχουν ενοχοποιήσει και μια σειρά άλλων παραγόντων για την εμφάνιση εκκριτικής ωτίτιδας, όπως βιομεμβράνες, καταστροφή του βλεννογόνου του ανώτερου αναπνευστικού από λοιμώξεις ή περιβαλλοντικούς παράγοντες, σύνδρομο δυσκινησίας κροσσών, ανεπάρκεια του επιφανειοδραστικού παράγοντα της ευσταχιανής σάλπιγγας και ορμονικές διαταραχές. Επίσης έχουν βρεθεί γενετικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση εκκριτικής ωτίτιδας και αφορούν είτε μείωση στις διαστάσεις σκελετικών παραμέτρων και μαλακών μορίων του ρινoφάρυγγα είτε εμφάνιση συγγενών ανοσοανεπαρκειών. Κοινωνικοί παράγοντες που θεωρείται ότι προδιαθέτουν στην εμφάνιση εκκριτικής ωτίτιδας είναι η οικονομική κατάσταση της οικογένειας και η παρακολούθηση παιδικού σταθμού, ενώ στους ανεξάρτητους προδιαθεσικούς παράγοντες περιλαμβάνονται επίσης η έλλειψη μητρικού θηλασμού, η χρήση θηλάστρου, το παθητικό κάπνισμα και η εποχικότητα.
Η παραμονή υγρού στην κοιλότητα του μέσου ωτός επί 3-4 μήνες αμφοτερόπλευρα ή 6 μήνες μονόπλευρα αποτελεί συνήθως ένδειξη για περαιτέρω αντιμετώπιση του παιδιού με εκκριτική ωτίτιδα. Πράγματι, η επιμονή του υγρού και στα 2 αφτιά που συνοδεύεται από ακουστική οξύτητα χειρότερη των 25-30 dB στα 0,5, 1, 2 και 4 kHz στο καλύτερο αφτί θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού. Το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει αν υπάρχουν σημεία επηρεασμού της γλωσσικής ανάπτυξης ή και της σχολικής απόδοσης του παιδιού. Χρήσιμος κατά το χρόνο της επέμβασης είναι και ο έλεγχος των αδενοειδών εκβλαστήσεων. Η διενέργεια αδενοτομής κατά το χρόνο της τοποθέτησης σωληνίσκων αερισμού μειώνει την πιθανότητα υποτροπής της εκκριτικής ωτίτιδας.
Θεωρείται γενικά ότι στη μεγίστη πλειονότητα των παιδιών η τοποθέτηση ενός ζεύγους σωληνίσκων αερισμού είναι αρκετή. Πάντως, περίπου το 25% των παιδιών που πρέπει να χειρουργηθούν, θα χρειαστεί να λάβει περισσότερα από ένα ζεύγη σωληνίσκων.
Σε παιδιά με υπερωιοσχιστία και σύνδρομο Down, η επιμονή, αλλά και η υποτροπή της εκκριτικής ωτίτιδας είναι συχνές. Σε αυτά τα παιδιά μπορεί να επιχειρηθεί η τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού μακράς διάρκειας παραμονής (T-tubes) ή ακόμα και η προσωρινή χρήση ακουστικού βαρηκοΐας (ειδικά σε συστήματα υγείας στα οποία τα τελευταία προσφέρονται δωρεάν, όπως π.χ. το NHS).
Bιβλιογραφία
Αδαμόπουλος Γ. Ωτορινολαρυγγολογία και χειρουργική κεφαλής και τραχήλου. 2η έκδοση. 2006
Northern J, Downs M. Hearing in Children (5th Edition). Chapter 3: Otitis Media and Chapter 4: Medical Aspects of Hearing Loss. Lippincott Williams and Wilkins, Baltimore, MD. Stach, B.A. 2002.
Clinical Audiology: An Introduction. Chapter 3: The Nature of Hearing Impairment. Plural Publishing Group, Inc. San Diego, CA, 2008.
American Speech-Language-Hearing Association. Type, Degree and Configuration of Hearing Losses. http://www.asha.org/public/hearing/disorders/types.htm.
eHealthMD. Different types of Hearing Loss. http://www.ehealthmd.com/library/hearingloss/HL_types.html.
Bluestone CD, Klein JO. Otitis Media in Infants and Children. W.B. Saunders Co., Philadelphia 2001, pp. 68-73.
Midgley EJ, Dewey C, Pryce K, et al. The frequency of otitis media with effusion in British pre-school children: a guide for treatment. Clin Otolaryngol 2000; 25: 485-491.
Paradise JL, Rockette HE, Colborn K, et al. Otitis media in 2253 Pittsburg-area infants: prevalence and risk factors during the first two years of life. Pediatrics 1997; 99: 318-333.
McCormick B. (ed). Pediatric audiology 0-5 years. Whurr Publishers, London 1993, p. 79.
Vlastarakos PV, Nikolopoulos TP, Maragoudakis P, et al. Biofilms in ear, nose, and throat infections: how important are they? Laryngoscope 2007; 117: 668-673.
Τσακανίκος Μ. Εκκριτική ωτίτιδα στα παιδιά – παθογένεση. Ελληνική ακουολογία – νευροωτολογία. 2003; 13-15.
Maw AR. Development of tympanosclerosis in children with otitis media with effusion and ventilation tubes. J Laryngol Otol. 1991; 105: 614-617.
Βλασταράκος ΠΒ, Νικολόπουλος Θ, Μαραγκουδάκης Π. et al. Εκκριτική ωτίτιδα και μαθησιακές δυσκολίες κατά τη σχολική ηλικία. Ελληνική Ωτορινολαρυγγολογία – Χειρουργική Κεφαλής και Τραχήλου, 2005.
NICE clinical guidelines. Surgical management of otitis media with effusion in children. Feb. 2008. http://www.guidance.nice.org.uk/cg60
Αδαμόπουλος Γ. Ωτορινολαρυγγολογία και χειρουργική κεφαλής και τραχήλου. Εκδόσεις Πασχαλίδη, Αθήνα, 2001.
Μάρτιος 2014