Κατάποση ξένων σωμάτων στην παιδική ηλικία. Η γνώμη του παιδιάτρου
Οτιδήποτε βρίσκεται στο άμεσο οπτικό πεδίο των παιδιών μπορεί να καταποθεί. Τα μικρά παιδιά κάτω των 3 ετών διερευνούν το περιβάλλον τους χρησιμοποιώντας τη γεύση και την αφή. Έτσι, οι καταπόσεις των ξένων σωμάτων είναι συχνότερες σε ηλικίες από 6 μηνών μέχρι 6 ετών.
Γράφει η
Αίγλη Ζέλλου
Παιδίατρος Γαστρεντερολόγος
Παίδων ΜΗΤΕΡΑ
Στις Ηνωμένες Πολιτείες το 80% των καταπόσεων συμβαίνει σε παιδιά. Η πλειονότητα των ξένων σωμάτων αποβάλλεται χωρίς πρόβλημα από το πεπτικό σε διάστημα 3 – 10 ημερών. Όμως, ποσοστό περίπου 10% – 20% των ξένων σωμάτων χρειάζεται ενδοσκοπική αφαίρεση. Γενικά, ο κίνδυνος διάτρησης εντέρου είναι κάτω από 1%, ενώ σπάνια είναι και η ανάγκη χειρουργικής επέμβασης. Παρ? όλα αυτά, η κατάποση αιχμηρών αντικειμένων προκαλεί διάτρηση σε ποσοστό 15% – 35% των παιδιών μετά τη λήψη τους.
Τα πιο συχνά αντικείμενα που τα παιδιά καταπίνουν είναι: νομίσματα, βίδες, βόλοι, μικρά παιχνίδια, μπαταρίες, καρφιά, μικρά βότσαλα κ.λπ. Τα νομίσματα είναι τα συχνότερα, γιατί τους τραβούν την προσοχή μέσα στο σπίτι και πολλές φορές βρίσκονται αφύλακτα πάνω σε τραπέζια.
Συχνή είναι και η ενσφήνωση βλωμού τροφής, κυρίως από κρέας ή κοτόπουλο, στον μέσο οισοφάγο. Η ενσφήνωση τροφής, ιδιαίτερα εάν επαναλαμβάνεται, χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση για να αποκλειστεί στένωση στον αυλό του οισοφάγου από πεπτική ή ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα, ή δακτύλιο Schatzki, ή αγγειακό δακτύλιο, ή στένωση σε σημείο αναστόμωσης οισοφάγου, όπως σε παιδιά με ατρησία οισοφάγου.
Διάγνωση
Μετά την κατάποση του ξένου σώματος το παιδί πρέπει να διακομιστεί στο νοσοκομείο. Καταγράφονται η ώρα της κατάποσης, το είδος και το μέγεθος του αντικειμένου, όπως και η ώρα της λήψης τροφής σε περίπτωση όπου χρειάζεται γενική αναισθησία. Λαμβάνεται το ιατρικό ιστορικό του μικρού ασθενούς και ολοκληρώνεται η φυσική εξέταση. Πρώτα εξασφαλίζεται η βατότητα του αεραγωγού με εξέταση από τον παιδίατρο και γίνεται ακτινογραφία θώρακος και κοιλίας. Εάν υπάρχουν σιελόρροια και υποψία απόφραξης, το παιδί χρειάζεται εξέταση του ανώτερου οροφάρυγγα και από τον ωτορινολαρυγγολόγο.
Το βαριούχο γεύμα αντενδείκνυται, λόγω του κινδύνου εισρόφησης του σκιαγραφικού όταν υπάρχει απόφραξη του οισοφάγου. Επιπλέον, το βάριο δυσκολεύει την ενδοσκοπική εικόνα σε περίπτωση όπου ακολουθήσει ενδοσκόπηση του ανωτέρου πεπτικού. Τα πλαστικά αντικείμενα δεν είναι ακτινοσκιερά και επί κλινικής υποψίας μπορεί να εντοπιστούν με βαριούχο γεύμα ή βρογχοσκόπηση (σε περιπτώσεις ατελεκτασίας του πνεύμονα).
Τα ξένα σώματα εγκλωβίζονται σε τρία συγκεκριμένα ανατομικά σημεία στον οισοφάγο:
1. στον ανώτερο οισοφάγο (κρικοφαρυγγικό σημείο),
2. στον μέσο οισοφάγο (σημείο της πίεσης από το αορτικό τόξο ή τον αριστερό βρόγχο) και
3. στον κατώτερο οισοφάγο (στο σημείο που διαπερνά το διάφραγμα).
Αντιμετώπιση
Τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν είναι:
1. Το ξένο σώμα χρειάζεται αφαίρεση ή μπορεί να αποβληθεί μόνο του;
2. Με ποιον τρόπο θα αφαιρεθεί και ποιος ειδικός θα το βγάλει;
Συχνά στα νοσοκομεία απαιτείται η συνεργασία γαστρεντερολόγων, ωτορινολαρυγγολόγων, χειρουργών και αναισθησιολόγων. Ξένα σώματα που βρίσκονται μεταξύ του φάρυγγα και του οισοφάγου αφαιρούνται από τον ωτορινολαρυγγολόγο ή τον χειρουργό με άκαμπτο βρογχοσκόπιο. Ξένα σώματα που βρίσκονται στο στομάχι ή βλωμός τροφής στον μέσο οισοφάγο αφαιρούνται από τον γαστρεντερολόγο. Αιχμηρά αντικείμενα, όπως κόκαλα από ψάρι και κοτόπουλο, συχνά εντοπίζονται στον υποφάρυγγα και αφαιρούνται από τον ωτορινολαρυγγολόγο με λαβίδα McGill υπό ελαφρά αναισθησία.
Όλα τα ξένα σώματα που εντοπίζονται στον οισοφάγο πρέπει να αφαιρούνται εντός 24 ωρών, γιατί μπορεί να προκαλέσουν διάτρηση. Ειδικά οι μπαταρίες λιθίου, όταν βρίσκονται στον οισοφάγο, πρέπει να αφαιρούνται αμέσως, αφού προκαλούν ηλεκτρικό έγκαυμα στον βλεννογόνο, με κίνδυνο διάτρησης και μόλυνσης του μεσοθωρακίου. Οι στρογγυλές μπαταρίες λιθίου πρέπει να αφαιρούνται εντός 24 – 48 ωρών από το στομάχι.
Μεγάλα αιχμηρά αντικείμενα, όπως καρφίτσες, παραμάνες και οδοντογλυφίδες, αλλά και η κατάποση πολλών μικρών μαγνητών μπορεί να προκαλέσουν διάτρηση στομάχου, ή εντέρου, ή συρίγγια, και εφόσον εντοπίζονται στο στομάχι πρέπει να αφαιρούνται. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μικρά αιχμηρά αντικείμενα (π.χ. οι πινέζες) συχνά περνούν χωρίς πρόβλημα από το πεπτικό. Πάντως, μερικοί υποστηρίζουν ότι στα παιδιά ακόμη και μικρά αιχμηρά αντικείμενα θα πρέπει να αφαιρούνται ενδοσκοπικά όταν αυτά εντοπίζονται ακόμη στο στομάχι. Μικρά μη αιχμηρά αντικείμενα στο στομάχι παρακολουθούνται μέχρι και 15 μέρες και μετά αφαιρούνται ενδοσκοπικά.
Μετά την κατάποση, τα νομίσματα συχνότερα κολλούν στον ανώτερο οισοφάγο του βρέφους ή του νηπίου, ενώ έχουν περίπου 25% πιθανότητα μέσα στο επόμενο 24ωρο να περάσουν στο στομάχι. Κέρματα με διάμετρο μεγαλύτερη από αυτήν του 1 ευρώ δύσκολα περνούν από τον πυλωρό νηπίου.
Η αφαίρεση του ξένου σώματος από το στομάχι γίνεται με γαστροσκόπηση υπό γενική αναισθησία. Χρησιμοποιούνται βρόγχοι και ειδικές λαβίδες διαμέσω του ενδοσκοπίου, που φέρουν στο άκρο είτε δίχτυ είτε δόντια για να πιάνουν το ξένο σώμα, ενώ σε αιχμηρά αντικείμενα χρησιμοποιείται και πλαστικό χωνί, που προσαρμόζεται στο ενδοσκόπιο και προστατεύει τον οισοφάγο κατά την αφαίρεση του ενδοσκοπίου.
Η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η πρόληψη της κατάποσης ξένων σωμάτων. Ως γονείς και παιδίατροι έχουμε υποχρέωση να προλαμβάνουμε αυτά τα ατυχήματα και να μειώνουμε τον κίνδυνο που οι καταπόσεις αυτές μπρορούν να επιφέρουν. Η παραπομπή σε τριτοβάθμιο νοσοκομείο με εξειδικευμένο προσωπικό κρίνεται απαραίτητη για την επιτυχή αφαίρεση των ξένων σωμάτων και την αίσια έκβαση της κατάστασης.
Bιβλιογραφία
1. Vizcarrondo FJ, Brady PG, Nord HJ. Foreign bodies of the upper gastrointestinal tract. Gastrointest Endosc 1983; 29:208 – 210.
2. Binder L, Anderson WA. Pediatric gastrointestinal foreign body ingestions. Ann Emerg Med. 1983; 13:61 – 66.
3. Aktay ΑΝ, Werlin SL. Penetration of the stomach by an accidentally ingested straight pin. J Pediatr Gastroenterol Nutr. 2002; 34:81 – 82.
4. Waasd HC, Furuta GT, Kramer RE. Etiology of Esophageal Food Impactions in Children. J Pediatr Gastroenterol Nutr. 2011; 52:43 – 46.
Νοέμβριος 2011